Εξοδικόν

artwork-440x440

Όταν ο Βορράς καλεί σε σύναξη όλα τα σύννεφα του ουρανού και τα μύρια παιδιά τους, τις νεροποντές, τότε μία απερίγραπτη και άρρητη οσμή βγαίνει και με ειρηνική ορμή σε περικυκλώνει για να σου πει το τραγούδι του. Και εκεί, μέσα σε αυτή τη σύναξη, βρίσκεται ένα κοράσιο να χαίρεται και ν’ αγάλλεται απ’ τον χορό των βουνών και του Βορρά. Στέκει, μεγαλώνει μαζί τους και ιχνηλατεί κάθε μυστικό τους. Δεν παραβιάζει την ουσία τους, ούτε και κλέβει τον πλούτο τους, αλλά ακόμα κι αν ξέκοβε ένα κορόμηλο μέσα από την παιδική του αθωότητα, τότε και τα βουνά και ο Βορράς θα το διασκέδαζαν.

Κι έτσι, αυτό το κοράσιο θέλει να δανειστεί κι ένα όνομα, για να κινείται με όλο του το Είναι πιο εύηχα ανάμεσα στους φίλους του. Και ο άνεμος του ψιθυρίζει “Αλκυόνη”, εκείνη χαμογελά και ξεκινάει την σπορά των ήχων με τα δικά της χέρια. Αφουγκραζόμενη, λοιπόν, τη ροή των πραγμάτων και των ημερών, θέλγεται από την πληθώρα των ήχων, οι οποίοι, υπό μία άριστη συμμετρία, συνθέτουν ένα σύνολο τραγουδιών που καταδεικνύουν ένα και μόνο ζητούμενο: Καθώς μεγαλώνεις και σε τρέφει ο Ουρανός και η γη με μία πολύ συγκεκριμένη τέχνη για σένα, τότε στην κατάλληλή σου στιγμή, φτάνεις στο σημείο, όπου φτιάχνεις το δικό σου έργο. Συγκεκριμένα, εκείνο το έργο, το γεμάτο από τις μέχρι τώρα καλλιτεχνικές και βιωματικές σου εμπειρίες (και ανησυχίες), τις επιρροές σου και τα “καινούρια” προς εσένα, ερχόμενα από άλλους. Όλα μαζί βρίσκονται και δίνουν το αποτέλεσμα. Αυτό το πρώτο έργο, την αρχή των πάντων σου, που θα σε κάνει ν’ αναφωνήσεις “ίσως, είναι αυτή η μουσική και αυτός ο δίσκος, που ήθελα να κάνω από μικρή”.

Ό,τι παρέλαβε μέχρι και σήμερα η Αλκυόνη, το τέχνισε με τον χαρακτήρα της και τώρα το προσφέρει σε όλους, που θέλουν να το ακούσουν. Ένα δίσκο, καθαρά Βόρρειο, με τα δικά του άσματα και τις αιτίες της έμπνευσης αυτών των ασμάτων. Americana folk, Ιρλανδικές ιστορίες, indie post τεχνοτροπία, αμυδρές gospel σταγόνες και φυσικά, την επιθυμία και την πρόθεση της υφής ενός soundtrack. Έξω από τα καθιερωμένα, θα έλεγα πως υπάρχει και μία, εν αγνοία, σύνδεση με τη Δανέζα Myrkur, ιδίως στην εισαγωγή του “Society” με αυτή την υπερκόσμια φωνητική ενατένιση.

Μέσα σε όλο αυτό το έργο, όπου τα πάντα και ο καθένας είναι απαραίτητα, δεσπόζον σημείο είναι η φωνή. Μία φωνή, που ανεβοκατεβαίνει στ’ αυλάκια του δίσκου, όπως και ο άνεμος που παίζει μέσα στα βουνά, ανάμεσα στα δέντρα και τα ποτάμια, ταρακουνώντας τα φυλλώματα και καθετί, που τείνει προς μία παραίτηση. Και αυτή η φωνή, καλεί προς έξοδο τον ακροατή από τη φθορά της όποιας σκέψης, για να κάνει, έστω και μία μικρή, είσοδο στην ανιδιοτέλεια της δημιουργικής χαράς που προσφέρει και προσφέρεται (και ν’ ανθίσουν οι καρδιές τους, δηλαδή οι “κήποι” τους. Βλ. “The Garden”).

Κι αν υπάρχει κάτι ακόμη που πρέπει να ειπωθεί, δεν είναι άλλο παρά μία ευχή προς την Αλκυόνη, μέσα από τη μοναδικότητα των γραμμών του Γιάννη Ρίτσου:
“Ἄλλη χαρὰ δὲν εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπ’ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεις.
Νὰ τὸ θυμάσαι, κοριτσάκι”.

Αφθονία, λύπη, χαρά και ασματοποίηση

Μια φορά κι έναν καιρό γεννήθηκαν κάποια κοράσια από ουρανό και από χώμα, και σαν άρχισαν να πρωτοτρέχουν σε αγρούς, πεδιάδες και να ξεχύνονται μέσα από τα βουνά, ρωτήθηκαν από χάσκοντες ενήλικες, τι θα έκαναν μόλις μεγάλωναν. Η απάντησή τους ήταν κραυγαλέα, ώστε ν’ ακουστεί απ’ άκρη σ’ άκρη: “Θα τραγουδάμε για καθετί που κινείται μέσα μας, όπως και στον κάθε άνθρωπο. Θα τραγουδάμε για να μας ακούσει όλος ο κόσμος. Θα τραγουδάμε για τον κόσμο από την ώρα της ανατολής μέχρι και την ώρα της δύσης. Θα τραγουδάμε για να ζήσει ο κόσμος”.

Ευρισκόμενοι στο νυν, καθώς αυτό, ήδη, ανατρέφεται στις αγκάλες του αεί, τα κοράσια αυτά μεγάλωσαν και άρχισαν να τραγουδάνε. Άρχισαν, όχι ν’ αλλάζουν τον κόσμο, αλλά να του δίνουν αυτό που πραγματικά του αξίζει. Και οι δύο από το τρίο του Εδιμβούργο ώθησαν την Amaya μπροστά να χαράξει με τη φωνή της σε όλα τα τείχη τους στίχους της με την καθηλωτική φωνή της, ώστε οι τοίχοι να γίνουν μέλη σώματος και τα τραγούδια αυτών των τριών να γίνουν τα αρτηριακά αυλάκια τους. Για να ακούμε, εσύ κι εγώ, μερικές γραμμές αλλιώτικες σε αντίθεση με τους κακοποιημένους φθογγισμούς, που αραδιάζονται καθημερινά. Να ακούμε και να σιγοτραγουδούμε “One eye closes, one lung sings. One fist opens, two birds dream”. 

Πρόκειται για ένα ντεμπούτο ξεχωριστό. Δεν έχει κάποια καινοτομία σε ήχους, αν και αυτό ουδόλως μας ενδιαφέρει. Άλλωστε, είναι ο τρόπος αυτών των τριών. Είναι η αυθόρμητη έμπνευση, που τους έσπρωξε να συναχθούν και να φτιάξουν μουσική. Δεν υστερούν σε τίποτα και πάραυτα στο τέλος μένεις μ’ ένα ερωτηματικό. Καθώς, όμως, τους ακούς ξανά και ξανά, αντιμετωπίζεις τα τραγούδια τους σαν πρόσκληση ν’ αναμένεις και τη συνέχεια, εφόσον υπάρξει και σαν έλθει. Και παρά το γεγονός, πως οι punk δυναμισμοί προκαλούν τη δίψα για αφθονότερη εκδήλωσή τους, όλη η κερδισμένη ουσία έγκειται στις γαλήνιες συνθέσεις τους και στο πως η Amaya τις απογειώνει και τις εκτοξεύει (βλ. “Galleries” και “Obey”). Αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη νεαρά, η φωνή της και ο τρόπος της, τώρα δε θα γραφόταν τίποτα. Δε θα είχαμε άνθηση. 

Και τα κοράσια, σαν μεγάλωσαν και έπραξαν όπως απάντησαν στους χάσκοντες ενήλικες, συνέχισαν να τρέχουν, να γελάνε και να τραγουδάνε. Μαζί τους και τα πουλιά. Και χάνονται από μπροστά μας, για τον κόσμο. Για να ακούσει ο κόσμος. Για να ζήσει ο κόσμος. “A mountain range to welcome us, with clouded eyes. Phosphere starts glow. We pile it up as silence soars. And disappear. We disappear”.

Bandcamp

Ο άνθρωπος των Yovel προ των πυλών

Ο Ernst Fischer έχει αναφέρει ότι η τέχνη για τον άνθρωπο είναι η ευκαιρία του να έρθει σε επαφή με αυτό που πραγματικά είναι για εκείνον, που τον βγάζει έξω από τα τετριμμένα και τον τοποθετεί στην υπέρβασή του. Ο Τάσος Λειβαδίτης μέσα από την ποίησή του δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για τη συντριβή του, είναι προορισμένος για ένα άλλο ταξίδι – για εκείνο που συνεχώς θα δημιουργεί. Οι Yovel είναι ένα μουσικό σχήμα που θέλει η μουσική του να δώσει έναν αέρα ώθησης στον άνθρωπο και τον καλλιτεχνικό του ορίζοντα.

Είναι περίεργο από εξωτερικής όψεως, αλλά αυτοί οι τρείς έχουν έναν κοινό παρονομαστή: συμφωνούν ότι ο άνθρωπος δεν είναι δημιουργημένος για να κλείνεται μέσα σε συστήματα, ούτε και το πρόσωπό του να γίνεται μία σκιά μπροστά ή πίσω από απρόσωπες εξουσίες. Γεννήθηκε και κινείται για να κυνηγήσει το αμέθεκτο, τον τρόπο ζωής από τον οποίο κατάγεται. Και οι Yovel, ακόμα και αυτό θέλουν να το φέρουν μέσα στη μουσική τους. Θέλουν να ακολουθήσουν το όραμά τους, να μελοποιήσουν αυτό που πραγματικά τους εκφράζει. Το οποίο, δεν είναι απλά μερικές λέξεις που έγραψε ο Λειβαδίτης για να δείξει την επαναστατικότητά του απέναντι σε μία διεφθαρμένη πολιτική. Είναι κάτι παραπάνω, το αίτημα της ανθρώπινης καρδιάς, όχι για δικαίωση, αλλά για συμπόρευση πέρα από το θάνατο.

Οι Yovel το παραπάνω είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι, το κουβαλάνε μέσα τους και το εκφράζουν μουσικά. Το black metal του “Forthcoming Humanity” δεν είναι θεμελιωμένο πάνω σε ιδεατά μουσικά πρότυπα, αλλά έτσι όπως το ακούω και το βλέπω, θα έλεγα ότι χτίζεται κυοφορώντας το πνεύμα των Primordial με μία ελαφριά ματιά προς το πρώιμο παρελθόν τους, αλλά και την έξυπνη προσθήκη των συναισθηματικών Metallica του ομότιτλού τους. Δε γίνεται λόγος για μίμηση, αλλά για ενστερνισμό αυτού του μουσικού πνεύματος που βγαίνει μέσα από τα χώματα του ανθρώπου και γίνεται καλλιτεχνική έκφραση. Δεν είναι ωμή επιθετικότητα που σε κάνει να ορμάς σαν τη χίμαιρα στον άλλον, αλλά μία επαναστατική ορμή να γίνεις μια πυρκαϊά για όλο τον κόσμο.

Δεν υπάρχει κάτι που είναι ατελές ή που μπορείς να πεις αυτό θα μπορούσαν το συνθέσουν έτσι ή αλλιώς. Αυτός ο δίσκος ήρθε από το πουθενά, ήρθε με άλλους όρους, όχι μουσικολογικούς. Ήρθε για να μείνει και ήρθε για να δείξει ότι απώτερος σκοπός του είναι μία φράση που κρίνεται μέσα στην καρδιά και μελοποιείται στο “Love”: “Mα απόψε σε όλες τις γωνιές μας περιμένουν οι άνθρωποι… Πάμε!”.

2010 – 2019: Αναρχία στη ραδιοφωνία after midnight

37950_164059966939015_2022774_n

Δεκέμβριος 2019. Ο μήνας που κλείνει ακόμη μια χρονιά. Ο μήνας και το έτος που κλείνουν ακόμη μια δεκαετία. Η περίοδος που το μυαλό του μουσικόφιλου θα ανατρέξει και θ’ ανασύρει όλους τους δίσκους που τον γοήτευσαν και για τους οποίους δεν έχασε την ευκαιρία να πλέξει εγκώμια. Οι λίστες έχουν ήδη ξεκινήσει και στην πορεία θα κάνουν την εμφάνισή τους νέες με όλα τα καλά, διότι τίποτα το πραγματικά άσχημο δε θα υπάρχει να αναδυθεί μέσα από μια τέτοια διαδικασία. Δίσκοι αγαπημένοι, δίσκοι δεινοσαυρικοί, δίσκοι “κρυφής αποκάλυψης” και δίσκοι “μοσχοπουλημένοι” θα δίνουν το παρόν μέσα στον κυβερνοχώρο και όλοι θα συνεχίσουμε ακάθεκτοι.

Η ιδέα της λίστας θα ήταν ιδανική, αλλά… μέσα σε αυτή την δεκαετία – έστω και για το μικρό χρονικό διάστημα των τριών περίπου ετών στην αρχή της – ένα ιδιαίτερο γεγονός εκτυλίχθηκε μέσα στις σκιές της ιντερνετικής τεχνολογίας και για μένα, ίσως είναι πάνω από κάθε άρθρο λίστας με αγαπημένους μου δίσκους.

Με ανοιχτή σκέψη ρωτώ: τι σχέση μπορεί να έχουν οι Gojira με έναν τύπο που κατεβαίνει μια χιονισμένη βουνοπλαγιά φωνάζοντας “Elimination” από τους Overkill; Τι σχέση μπορεί να έχουν μια αράβικη πίτα συνοδευόμενη από σουβλάκι με τους Meshuggah; Τι κοινό μπορούν να αναδείξουν το Göteborg και μια παρέα μέσα στο ίντερνετ που δίνει ρεσιτάλ συζητήσεων κάνοντας την κοινή λογική να τρέπεται εις φυγήν;

Λοιπόν, βλέποντάς το κανείς αυτό θα σκεφτεί ότι μάλλον κάποια βίδα λασκάρισε και δε ξέρω τι γράφω. Για κάποιους όμως, μύστες (ξέρετε εσείς ποιοι είστε), η παραπάνω σκέψη φέρνει μνήμες. Κάθε Πέμπτη 12 – 2 τα μεσάνυχτα, όταν άλλοι περίμεναν τη σταχτοπούτα ή ίδιοι να γίνουν κολοκύθες, η προαναφερθείσα παρέα καταλήγαμε σε μια “ζεστή” γωνιά στον indieground που έδρευε κάπου μέσα στην Αθήνα. Μια μουσική εκπομπή που ξεκίνησε σαν όλες τις άλλες, αλλά που για όσο διήρκεσε δεν ήταν καθόλου όπως όλες οι άλλες. Υπήρχαν δύο μαέστροι που διηύθυναν τα πάντα και δε θα τους αλλάζαμε με κανέναν άλλον, και υπήρχαμε κι εμείς οι 10 – 12 που κάναμε τη φάση να ομοιάζει με βραδινή έξοδο σε κάποιο μικρό μαγαζάκι που άνοιγε μόνο για εμάς. Κάπου κάπου μας άκουγε κάποιος από την Ισπανία, που ενώ τον προσκαλέσαμε και στα Ισπανικά να μας μιλήσει για τον εαυτό του δεν ανταπέδωσε. Κάπου κάπου και άλλοι εμφανίστηκαν, αλλά δε θέλησαν να το ζήσουν.

Το ζουμί, βέβαια, της όλης υπόθεσης ήταν η αύρα που συνέδεε τον Λεωνίδα και τον Γιάννη με όλους εμάς μέσα στο chat. Κουβέντες που ξεκινούσαν από τη μουσική, εισέρχονταν σε διαφόρων ειδών χωράφια και κατέληγαν ξανά στη μουσική. Αν εκτροχιαζόταν η συζήτηση, ήμασταν όλοι μέσα σε αυτό και κανείς δεν εξαιρούταν, ούτε καν και ο Άρης που μας άκουγε συνέχεια, ενώ παράλληλα έπαιζε στο PS2 κι έγραφε μια φορά στις 3 εκπομπές. Είχαμε τη black metal πρόταση της εβδομάδος, είχαμε τα φοβερά εκείνα αφιερώματα που μέσα σε μία ώρα στριμωχνόταν μια ολόκληρη μουσική βιβλιοθήκη, είχαμε τις διαφωνίες μας (δε ξεχνώ τι ειπώθηκε για Savatage και από ποιον – ακόμα ξέρω που μένεις), είχαμε εκείνο το μουσικό χαλάκι πάνω στο οποίο ένιωθες ότι τα πράγματα σοβάρευαν όταν έμπαιναν οι παραγωγοί, είχαμε και ατάκες για τραγούδια συγκροτημάτων που αν ρωτήσεις σήμερα εκείνον που την είπε για το συγκεκριμένο συγκρότημα θα σε πει “γιατί ασχολείσαι με αυτούς;”. Ατάκες, όμως, που λέγονταν εν βρασμώ ψυχής “ακούς αυτές τις κιθάρες μέσα από αυτά τα ηχεία και νιώθεις να σε σηκώνει ολόκληρο” – για το “Shape Shifter” των Amon Amarth.

Και τελικά, σίγουρα κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί ξανά “ποια η διαφορά αυτής της εκπομπής από όλες τις άλλες;”. Απλά, αντικειμενικά και υποκειμενικά, αυταρχικά και αμείλικτα το Metal AM ήταν μία και μοναδική εκπομπή. Η περίπτωση reunion έχει στεγνώσει πλέον, όπως και οι Trivium. Αλλά ό,τι κι αν συμβεί στο μέλλον θα είναι καλοδεχούμενο…

Το παρακάτω άσμα, το οποίο είναι ένα από τα ωραιότερα της δεκαετίας, είναι αφιερωμένο σε αυτή την παρέα που λειτούργησε με ζωντάνια, έστω και εικονικά.
Special thanks to: Leo Arvan, Jon Kaps, Mitsos Tsou, O Tommy O Lee, Cowboy from Ktel, Necro, Aris10, Flea, Αντρεα (χωρίς το ς), Hope, Sabbathianos, Yo (για τις περιορισμένες και απρόσμενες εμφανίσεις).

 

Μία “ηλεκτρική λιτανεία”μεταφρασμένη στα μονοπάτια του ουρανού

422581

Οι εποχές αλλάζουν, οι σκέψεις γίνονται πιο επικριτικές αντί για απλές και οι επιλογές μας περί προσωπικής αρεσκείας μετατίθενται και παραχωρούνται σε μαζικές ασχετοσύνες. Ευτυχώς όμως, που στη μουσική εμφανίζονται δίσκοι σαν το “Under A Common Sky” και τα πράγματα – για όσους θέλουν να τα ζουν αυθεντικά – επανέρχονται σε μία απλότητα ξεθωριασμένη, αλλά πάντα δελεαστική και σημαντική.

Τελικά, όπως φαίνεται και από τους Electric Litany, τα νησιά αποδεικνύονται ένα τεράστιο καταφύγιο εμπνευσμένων ιδεών για τη δημιουργία έργων απείρου κάλλους και διακριτικής τέχνης. Το “Under A Common Sky” έχει έναν όμορφο σκοπό: να σε κάνει να το ακούς – ξανά και ξανά. Δεν επιθυμεί να κάθεσαι και να το αναλύεις, να του προσάπτεις όρους και περιγραφές που το κάνουν να “σέρνεται” και λιγότερο να ακούγεται. Είναι ένας δίσκος που αρνείται κατηγορηματικά να ενταχθεί μέσα σε μία μουσικολογία. Δημιουργήθηκε μόνο για να το ακούς και να σε απλοποιεί.

Όλα του τα τραγούδια είναι ένα σύνολο ήχων που σε εντάσσουν στις ατμόσφαιρες του indie χώρου, του post rock, στην καθόλα σημαντική παρουσία των Radiohead και στα μελωδικά – αμέτρητα synths που μπορούν με άνεση να σε παραπέμψουν στα “στέκια” του Βαγγέλη Παπαθανασίου (βλ. “Sealight” – μέχρι και στον ύπνο σου θα παίζει αυτό το άσμα). Αν ήταν να μιλήσουμε με όρους της μουσικής βιομηχανίας, θα κάναμε λόγο για ένα καθαρό “10άρι”. Αλλά είπαμε, οι μουσικές προϋποθέσεις της μπάντας – ως δημιουργού – και του δίσκου – ως δημιουργήματος – είναι να σε αποκρυσταλλώσουν σύγκορμο μέσα στο μουσικό τους κόσμο.

Και κάτι ακόμα… το “Under A Common Sky” είναι το έτερο ήμισυ που αναζητούσε το “Makena” των No Clear Mind. Όσο έρωτας είναι ο ένας δίσκος, άλλο τόσο είναι και ο άλλος. Και είναι έρωτας, γιατί έχει την ικανότητα να με ανατρέπει από τις εναπομείναντες μουσικές μου στερεοτυπικές αντιλήψεις. Και αν θέλει κάποιος να κάνει κάτι με αυτό τον δίσκο, αφού τον ακούσει, ας τον κάνει δώρο και στην άλλη άκρη του κόσμου. Από το ιλαρό φως της Κέρκυρας, στη συννεφιασμένη αυγή του Λονδίνου και ως τα πέρατα της γης.

Οι 11 του 18ου

Συνήθως υπάρχει μια προσωπική γκρίνια στο πως να χωρέσουμε 10 ή 11 αγαπημένους δίσκους για τη χρονιά που τελειώνει και ν’ αφήσουμε κάποιους άλλους εκτός. Δεν υφίσταται κανένα απολύτως πρόβλημα – μια γκρίνια για το τίποτα. Αυτοί οι επιλεγμένοι δίσκοι είναι εκλεκτοί, πλήρεις, ικανοί να προσφέρουν, και το κάνουν με άφθονη μουσική για μέρες, μήνες, χρόνια… οπότε τίποτα το ανεκπλήρωτο. Τα πάντα παρατίθενται με αλφαβητική σειρά – ουδείς καλύτερος του προηγηθέντος ή του επομένου.

 

cover_1509378939238066

Anna Von Hausswolff – “Dead Magic”
Η “μικρή” Αννούλα του Βορρά έχει κάτι που το καταφέρνουν λίγοι. Όταν παίζει κάποιο τραγούδι της live σε χώρο που αισθάνεται άνετα, το ανεβάζει επίπεδα σε σχέση με τη studio εκτέλεση, αυτοσχεδιάζει χωρίς ν’ αφαιρεί δευτερόλεπτα αξίας και κάνει μια πανδαισία. Όσο για τον δίσκο, η Σουηδέζα συνεχίζει να δημιουργεί τη δική της ηλεκτρισμένη, παθιασμένη και “αγγελική” ατμόσφαιρα με τους όποιους προοδευτισμούς θέλει η ίδια να εισάγει χωρίς να τη χαρακτηρίζουν και να την επισκιάζουν. Και αυτή η φωνή της, τίποτα άλλο.

cover

Audrey Horne – “Blackout”
Νορβηγοί, hard rockers που κάνουν μουσικό πάρτι με την πάρτη τους και μόνο. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα, φτιάχνουν ρεφρέν που αναζητούνται πλέον επιτηδευμένα να γράφονται για να γράφονται κι έχουν κιθάρες που συνεχίζουν να σολάρουν ακόμα κι αν έχει δύσει ο ήλιος. Μπάντα και δίσκος για live με λίγους και καλούς – οικογενειακές καταστάσεις. Οποιαδήποτε συσχέτιση με το “Blackout” των Scorpions να τίθεται μόνο μέσα στα πλαίσια της μουσικής εκπαίδευσης.

cover

CHVRCHES – “Love Is Dead”
Σουηδοί που παίζουν synth pop, όχι κατά πρωτοποριακό τρόπο, αλλά με ουσία. Καλύτερο από το προηγούμενο που ήταν και λίγο πιο δύσκολο προς “κατανάλωση” και γεμάτο από τραγούδια που μπορείς να πεις ότι αφήνεις το ένα για να πιάσεις το άλλο. Εξαιρούνται δύο που απλά δεν προσφέρουν κάτι, είναι ολίγον τι εκτός κλίματος.

cover

Emma Ruth Rundle – “On Dark Horses”
Σκοτεινή, ποιητική, γαλήνια, κοντά στη διδάσκουσα μούσα της Chelsea Wolfe. Ένας ιδανικός indie δίσκος για τις πρώτες πρωινές και τις τελευταίες βραδινές ώρες της ημέρας – μια υπέροχη συντροφιά και το καταλαβαίνεις καθώς η φωνή της και όλη η μουσική που τη συνοδεύει γίνονται ένα. Το τοπίο του παγωμένου βουνού και του πυκνού δάσους που δεν έχει να κάνει με το folk, ανθίζουν μέσα από το δίσκο.

cover

Ihsahn – “Amr”
Ο άνθρωπος, από τους λίγους της Νορβηγικής σκηνής, μ’ ένα ανοιχτό μυαλό που δε διστάζει να κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει. Δεν αρνείται τον εαυτό του, δεν απορρίπτει το παρελθόν του, αλλά ως είναι εξελίσσεται έστω και αργά, με τον τρόπο του. Ως προοδευτικός μουσικός συνδυάζει εξαιρετικά το black metal με το prog και την pop αισθητική και το αποτέλεσμα, ενώ φαντάζει περίεργο, είναι άκρως δελεαστικό. Αρκεί πάντα να μπορείς ν’ αντέχεις τη φωνή του.

cover

Mother Turtle – “Zea Mice”
Όταν ζεις από κοντά κάποιους μουσικούς, τους βλέπεις, τους μαθαίνεις, τους γνωρίζεις ως ανθρώπους και τάσσεσαι υπέρ της πρώτης μουσικής γραμμής που τραβάνε, θες να μάθεις και το παραπέρα. Όχι να έχεις την προσδοκία για κάτι συγκεκριμένο, αλλά να εμπιστεύεσαι το έργο τους, τον τρόπο τους, τη μουσική τους. Και οι Mother Turtle είναι τέτοιοι μουσικοί για μένα και το “Zea Mice” είναι απ’ όλα (και tech rock και prog rock και φόρος τιμής στους Camel) κι έχει μέσα αυτό το “Nostos”. Τραγούδι που φαίνεται να ξεπηδάει ως ενός σημείου από την τεχνική ιδέα του “Μαύρη Θάλασσα” του Σαββόπουλου ή και όχι, αλλά είναι μικρής σημασίας οι σκέψεις. Είναι δύναμη.

cover

Nalyssa Green – “Μπλουμ”
Ο πιο ερωτικός, ο πιο ακατηγόρητος, ο πιο τετραποχιακός δίσκος που άκουσα φέτος. Δεν είχα ιδέα για την ύπαρξη της συγκεκριμένης μουσικού, αλλά για όλα υπάρχει η πρώτη φορά. Ο δίσκος είναι τόσο γευστικός και avant μουσικά όσο το βατομουρέ χρώμα του βινυλίου. Μια πολύ γλυκιά κι αιθέρια φωνή που αποδίδει ένα προσωπικό και βιωματικό περιεχόμενο και το κάνει απλά υπέροχα. Το ξεχείλισμά του από indie ή dream pop σταγόνες διακόπτεται στο “Τα Μαλλιά Της” – ένα τραγούδι μικρόκοσμος από μόνο του. End of story.

400x400

Poem – “Unique”
Παθιασμένοι, εργάτες κατά δημιουργίαν και όχι κατά δουλείαν του τύπου “το κάνουμε για να ζούμε και γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο”. Τεχνίτες στην κάθε λεπτομέρεια των τραγουδιών τους, ξέρουν πότε να βάλουν μελωδία, πότε να πετάξουν κομψοτεχνικά riffs μ’ ένα πολύ δυνατό rhythm section και σε παράλληλη στιγμή που το prog τους επαναφέρει το ρομαντισμό των Opeth από το παρελθόν των Σουηδών. Και φυσικά, η φωνή του Προκοπίου που τυλίγει τα πάντα με τη ζεστασιά της.

cover

Primordial – “Exile amongst the Ruins”
Επικοί από τα γεννητούρια τους, ανήσυχα πνεύματα που δε σταμάτησαν να προσφέρουν ούτε και το απειροελάχιστο καλό που διαθέτουν. Και μπορεί να “γλύκαναν” κάπως με τα χρόνια, αλλά οι ροζιασμένες Ιρλανδικές τους καρδιές δε νοούν να σιγήσουν. Συνεχίζουν ακάθεκτα να γράφουν τραγούδια με την ανθεμικότητα που τους διακρίνει. Κι αν θελήσουν να αστράψουν λίγο από τη black ρίζα τους θα το κάνουν. Κι αν θελήσουν να πατήσουν και σε άλλη σκηνή, δε θα δειλιάσουν και θα το κάνουν και αυτό με το δικό τους τρόπο – έτσι γεννήθηκε και το “To Hell or the Hangman”, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια με post punk attitude που δεν γράφτηκε από μπάντα του είδους.

Sacral Rage

Sacral Rage – “Beyond Celestial Echoes”
Εδώ είμαστε, εδώ δαπανηθήκαμε για χρόνια, εδώ υπάρχει το κομμάτι του οπαδού εαυτού μας που δε θα σβήσει ακόμα. Το πιο άριστο, άρτιο, ανιδιοτελές και τέλειο τεχνικό δημιούργημα της χρονιάς. Όταν θα ζητάει κάποιος για τον tech metal δίσκο της δεκαετίας, του ρίχνεις στα χέρια του αυτό εδώ και δε μιλάς. Τι να πεις… για την παραγωγή; Άψογη. Για τα τραγούδια; Άψογα. Για τους μουσικούς; Παικτρόνια. Έχουν τον έλεγχο, αλλά δεν αντιστέκονται. Ο δίσκος είναι ένα σπίρτο ενός ήχου που ξεθώριασε στο χρόνο πάνω σ’ ένα μύθο που χτίστηκε κι ελάχιστοι έμειναν να προσπαθούν. Σπίρτο φλεγόμενο. RUSH!

cover

Yob – “Our Raw Heart”
Στο μεθόριο ζωής και θανάτου, εκεί που μόνο το έσωπτρον του ανθρώπου βλέπει καθαρά και δείχνει τι θέλει, φανερώνεται η θέληση για λίγη ακόμη δημιουργία, λίγη ακόμη ζωή. Ο Mike Scheidt ζει αυτό ακριβώς που περιγράφηκε προηγουμένως και η καρδιά του γεννά το “Our Raw Heart”. Η αβυσσαλέα του ατμόσφαιρα, το παλμογραφικό και μονότονο riff του “The Screen” που αναδύει τον κοιμόμενο χτύπο της καρδιάς, το ουράνιο “Beauty in Falling Leaves”, όπως και το μελωδικό ομότιτλο φινάλε αποτελούν έναν κορμό ενός δίσκου που στο παρόν είναι τα πάντα για έναν άνθρωπο που θα έσβηνε, για μια μπάντα που θα έπαυε να υπάρχει και για καθέναν που έβαλε το χέρι του για να τον αγγίξει – να αισθανθεί του χτύπους του. Άτλας.

 

Οι τρεις χάριτες

cf83cf84ceb1ceb8cf8ccf80cebfcf85cebbcebfcf82-ceb3ceb5cf8ecf81ceb3ceb9cebfcf82-cebfceb9-3-cf87ceaccf81ceb9cf84ceb5cf82

Όταν ανοίγεις τους ορίζοντές σου στη μουσική, είναι φυσικό επακόλουθο να χαρίσεις στιγμές της καθημερινότητάς σου σε δίσκους που δεν έχουν καμία σχέση με τα βασικά σου ακούσματα. Αυτό, όμως, δημιουργεί μια ισορροπία στον εγκέφαλο και σου δίνει την ευκαιρία να ευχαριστηθείς περισσότερο κάτι νέο. Τρεις δίσκοι, τρεις γυναίκες, δύο one – woman projects και μία κανονική μπάντα ομορφαίνουν το σύμπαν μου ακόμα περισσότερο και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αν πρέπει να κάνω κάποια λίστα στο τέλος του χρόνου, που δεν θα κάνω, μπορώ άνετα να βγάλω δεκάδα θηλυκής ραπτικής.

Front Cover Digital
Chelsea Wolfe – “Abyss”
Κάποιοι καλλιτέχνες αποφασίζουν να βάλουν σκοτάδια και ατμόσφαιρες μέσα στη καριέρα τους, είτε για ν’ ακολουθήσουν κάποια μόδα και να πάρουν λίγη από την δόξα των πολλών, είτε γιατί θέλουν ν’ αλλάξουν στροφή στη καριέρα τους και να γίνουν, κατά μία έννοια, underground. Για τη Chelsea αυτή η μουσική κατεύθυνση είναι η προσωπική της τέχνη. Μπορεί να πειραματιστεί, μπορεί να ακουστεί απλή μέσα από ηλεκτροακουστικές εκτελέσεις ή και να ψιθυρίσει, αλλά τίποτε δεν θα φαίνεται λίγο, ειδικά από τη στιγμή που τα πάντα κατευθύνει η φωνή της. Το σκοτάδι της σ’ αυτόν το δίσκο επιζητεί την ησυχία, ένα από τα σπουδαιότερα φώτα του κόσμου, και όταν το βράδυ πατήσω το “play”, μέχρι να τελειώσει, δεν θα έχει σταματημό. Μπορεί ένα – δύο σημεία να φαίνονται ότι δε μπορούν να κοντράρουν τραγούδια όπως τα “After the Fall” και “Simple Death”, αλλά ποιος μίλησε για ανταγωνισμό; Κάθε τι λειτουργεί συγκαταβατικά και συμπληρωματικά. Όσο προχωράει προς τη μέση ο δίσκος, είναι σαν βουτιά στο βαθύ γαλάζιο. Άβυσσος άβυσσον επικαλείται.

Cover
Lana Del Rey – “Honeymoon”
Όταν ανακοινώθηκε ο ερχομός του, το περίμενα να έρθει. Διάβαζα που ήθελε να το πάει η Lana και έμενα με την απορία. Τελικά, αποδείχθηκε ότι το πήρε όλο πάνω της, χωρίς να την ενδιαφέρει και τόσο για το τι θα πει ο κόσμος (αν και δεν πρόκειται να χάσει υποστηρικτές, πάντοτε έρχονται καινούργιοι). Ένας δίσκος κινηματογραφικός και (εν)ορχηστρικός. Σχεδόν κάθε τραγούδι του θα μπορούσε να αποτελεί το μουσικό χαλί κάποιας σκηνής σε κάποια ταινία ή και μιας ολόκληρης ταινίας. Η ψυχεδέλεια του προκατόχου εξαφανίζεται, η jazz pop λογική παραμένει και ο ρυθμός, όπως και ο τόνος της φωνής γίνεται λίγο πιο αργός. Η φωνή, όμως, συνεχίζει να είναι λαχταριστή και στα ανοίγματά της (βλ. “God Knows I Tried”) απλά κεντάει. Όπως είναι φυσικό, πλέον, δίσκος με 14 τραγούδια θα έχει και αδύναμες/αδιάφορες στιγμές, αλλά οι 2-3 που υπάρχουν, περνάνε στα σβηστά. Μα ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το “24”, που είναι ό,τι καλύτερο έχει δημιουργήσει. Αυτή είναι η Lana που πρέπει να ακούγεται, ακόμα και αν χρησιμοποιεί τις ψευδαισθήσεις της στο πιάνο.

Keep Shelly in Athens
Κeep Shelly in Athens (ΚΨΛ) – “Now I’m Ready”
Κανονικά, θα έπρεπε να πάρω το λεξικό του Μπαμπινιώτη, να βρω όσες περισσότερες λέξεις μπορώ που να εξηγούν τη λέξη “αποθέωση” και να γεμίσω μ’ αυτές τη παράγραφο. Η υπόθεση έχει ως εξής: αυτά τα τραγούδια χρειάζονταν αυτή τη φωνή για ν’ απλωθούν και αυτή η φωνή χρειαζόταν αυτά τα τραγούδια για ν’ ακουστεί και ν’ αγκαλιαστεί από όλα τα αυτιά που θα της χάριζαν απλόχερα τον χρόνο τους. Η Myrtha έχει απίστευτα ερωτεύσιμη φωνή. Φαντάζομαι ότι είναι μια 25χρονη που δεν θα μεγαλώσει ποτέ και ότι η χροιά της δεν θα βιώσει καμία φθορά μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Δεν είναι μόνο το “Fractals” που ανοίγει το δίσκο/τις ημέρες και αποτελεί το ορόσημο απλότητας για τον indie pop ήχο, αλλά είναι και το “Hunter” που τελειώνει τα πάντα. Αισθησιακό στην αρχή και στο 4ο λεπτό κάνει ανατροπή ρυθμού (!), που δεν τραυματίζει το κομμάτι, με την Myrtha ν’ αναγκάζει κάθε τι που την πλαισιώνει, να υποκλιθεί ενώπιον της. Επιπλέον ανέβασμα για το αποτελέσμα είναι όλα τα πλήκτρα και τα synths του RΠЯ. Σε σχέση με τους δύο παραπάνω δίσκους, αυτός ακούγεται κάθε μέρα και οποιαδήποτε στιγμή. Από τα πιο ωραία ακούσματα και με ρεφρέν που κολλάει πιο γρήγορα και από μαστίχα στα μαλλιά.

Riverside – “Love, Fear and the Time Machine”

Riverside

“Free your mind under the peace you will find”

Όταν αποφασίσεις να μετατρέψεις την έμπνευσή σου σε ποτάμι, για ένα πράγμα θα πρέπει να είσαι σίγουρος, ότι ο έλεγχος που θα έχεις θα είναι μερικός. Θα μπορείς να ορίσεις τη κατάληξή του, αν κάπου θα ανοίξει, αν θα είναι γαλήνιο, κρύο, ζεστό και κρυστάλλινο, αλλά δεν θα μπορείς να το σταματήσεις, να το γυρίσεις πίσω. Αν το εμπιστευτείς, σημαίνει ότι πρώτα απ’ όλα είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου, άρα και το αποτέλεσμα θα σε ανταμείψει με αυτό που περίμενες ή και με κάτι ακόμα καλύτερο. Αν εκβιάσεις την ορμή του, τότε θα καταλήξεις σε μια ανουσιότητα.

Οι Riverside επέτρεψαν στην έμπνευσή τους να ορίσει τα πάντα και δικαιώθηκαν. Ουσιαστικά, κοιτάχτηκαν, έπεσαν ανάσκελα στη λίμνη των αναστεναγμών τους, αφέθηκαν στα ρεύματά της και χαλάρωσαν. Μόνο που αυτή η χαλάρωση δεν είναι μια εικόνα αεργίας και βαρεμάρας, αλλά μια εικόνα που δείχνει τον ήχο τους γλυκανάλατο και εθιστικό υπό το πρίσμα της εργατικότητας. Με το “Love…” κατάφεραν να κάνουν κάτι νέο γι’ αυτούς και παράλληλα κάτι που δεν εξαφανίζει τον χαρακτήρα τους.

Διατηρούν το prog και το συνδυάζουν με κάτι ανανεωτικό, θαυματουργικό και δανεικό. Δηλαδή, προς έκπληξή μου, ενδύονται με τη γκαρνταρόμπα της μισής alternative σκηνής της Αγγλίας και το αποτέλεσμα μπορεί να προκαλέσει ακόμα και την αμφισβήτηση της Πολωνικής τους καταγωγής. Δεν δειλιάζουν, ούτε και διστάζουν να ενσωματώσουν μέχρι και ένα dark wave χαρακτήρα στο “Caterpillar and the Barbed Wire”, ώστε αυτό (και ειδικά το τελείωμά του) να ακούγεται πέρα για πέρα ψαρωτικό. Αν εκμεταλευτείς το γεγονός της εξαιρετικής παραγωγής με stereo ακουστικά, θα θες να μπεις μέσα τους για να δεις αυτό που ακούς.

Κάθε ακρόαση μπορεί να αναγκάσει τον εγκέφαλο να στέκεται σε συγκεκριμένα σημεία και να καταστέλλεται κάθε άλλη λειτουργία του. Δεν απευθύνεται μόνο σε progsters, αλλά σε κάθε λογής ακροατή. Τα δε μαγνητικά πεδία που απορρέουν από τραγούδια όπως τα “Saturate Me”, “Afloat” και “Time Travellers” έχουν τη δύναμη να προσελκύσουν όλες εκείνες τις κοπέλες που αφήνουν τις σκέψεις τους να ταξιδεύουν υπό τους ήχους των Anathema, Coldplay και Opeth, και να τις κάνουν να πλεύσουν προς νέα πελάγη ρομαντικής ονειροπόλησης.

Όσο για την ομοουσιότητα που υπάρχει μεταξύ της μπάντας και του Steven Wilson είναι ένα κοινό μυστικό που κρατεί εδώ και μερικά χρόνια. Αν η προοδευτικότητα για κάποιους είναι μεγάλες διάρκειες και τεχνικές επιδεξιότητες που οδηγούν σε παραζάλη, τότε οι Riverside δείχνουν ότι η απλότητα και η αμεσότητα μπορούν να είναι πιο πολύτιμες. Και μετά πως να αντισταθείς;

Grave Pleasures – “Dreamcrash”

tumblr_nu5b2ciIhA1sko5xzo1_1280

“Όταν οι ευσεβείς πόθοι παραμένουν ευσεβείς πόθοι”

Πέρσι τέτοιο καιρό όπου στεκόμουν και όπου βρισκόμουν είχα το “Climax” να με συνοδεύει. Μεγάλο κόλλημα και ακόμα και τώρα και μόνο η σκέψη του μπορεί να ξεσηκώσει τη διάθεσή μου. Δυστυχώς, όμως, δεν αναμένεται να συμβεί το ίδιο και με το “Dreamcrash”. Το ήθελα πάρα πολύ, αλλά η προσδοκία μου έχασε το δρόμο της μαζί με το όραμα των Beastmilk.

O Kvohst θέλησε να επιστρέψει στις πρώιμες ημέρες του “Use your Deluge” και εν μέρει το κατάφερε, κάνοντας το δίσκο ν’ ακούγεται πιο σκοτεινός. Ο ίδιος συνεχίζει να ερμηνεύει απίστευτα κάθε τραγούδι, αλλά παρά τη σταθερή του αξία, είναι φανέρο στα αυτιά μου ότι κάτι λείπει από το σύνολο. Δεν είναι απλά η έκπληξη του προκατόχου, αλλά εκείνη η μαγική σκόνη που έκανε κάθε τραγούδι να παίρνει φωτιά. Η απουσία του Goatspeed ως βασικού συνθέτη είναι πέρα για πέρα αισθητή και από την άλλη φαίνεται ότι τα πάρε – δώσε με τους In Solitude, κατά τη κοινή τους περιοδεία, απέδωσαν καρπούς ως προς το ύφος των συνθέσεων. Δεν ξεφεύγουν από το λεγόμενο death rock, αλλά δίνουν μια γεύση από τους Σουηδούς, στο οποίο ίσως συνδράμει και η ξανθιά με βάση το υπόβαθρό της, που προσωπικά με ενοχλεί.

Βέβαια, δε μπορώ να μείνω αδιάφορος με το “Futureshock” που σε κάνει να νιώθεις το punk n’ roll στο πετσί σου ή με τα “Girl in A Vortex” και “No Survival”, τα οποία απαιτούν ν’ ακούγονται στη διαπασών για extra απόλαυση. Είναι αυτά τα τραγούδια που ακολουθούν τη μεγάλη ιδέα της “Φιλανδικής λύτρωσης”, που θα σε ανεβάσουν και που μπορούν να προκαλέσουν τον οποιοδήποτε να τ’ ακούσει, αλλά από μόνα τους και με δυο ακόμα δεν είναι ικανά να κάνουν όλο το δίσκο να αστράφτει. Κοινώς, ένας κούκος δεν φέρνει την Άνοιξη.

Αν το “Climax” είναι μία “Αποκάλυψη”, όπως το χαρακτήριζε και η μπάντα, λόγω της φρενήρους έμπνευσης και φρεσκάδας και όχι λόγω της καινοτομίας του, διότι δεν είναι κάτι το πρωτάκουστο, τότε το “Dreamcrash” το βλέπω ως μία “θνητή” προσπάθεια που δε μπορεί να κάνει την υπέρβαση. Δεν το αντιμετωπίζω ως πλήρη απογοήτευση, αλλά σίγουρα τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα.

Όπως και να ‘χει, συμβαίνουν αυτά και το μόνο στο οποίο θα ήθελα να ελπίζω, είναι εν μια νυκτί τα φλεγόμενα άστρα να ταξινομηθούν στη κατάλληλη σειρά, ώστε οι Kvohst και Goatspeed να ξανασυνεργασθούν υπό οποιοδήποτε όνομα και να παίξουν τη μουσική τους.

Rocking my world Vol. IV

a2215944089_10

Το τι συμβαίνει στη μουσική σκηνή της Σουηδίας εδώ και χρόνια είναι γνωστό. Παραγωγικότητα σε πολύ καλά επίπεδα, μόδα στον ρετρό ήχο και άλλα ενδιαφέροντα και μη. Το θέμα δεν είναι να υπάρχει μόνο αυτή η αφθονία, αλλά πολύ περισσότερο αρκετές από τις κυκλοφορίες να είναι τόσο ορεξάτες, ώστε να παίζουν και έξι χρόνια μετά της γέννησή τους. Οι Terrible Feelings φαίνεται ότι το θέλουν αυτό και το θέλουν πολύ.

Κλασσικά για τον ήχο τους, μελωδικό punk συνδυαζόμενο με hard rock, όταν ξεκίνησαν ήταν γνωστοί μόνο στους υπόγειους κύκλους. Με τα ΕΡ και τα 7″ τους και πιο συγκεκριμένα με το “Blank Heads” άρχισαν να κάνουν ιδιαίτερα αισθητή τη παρουσία τους σ’ ένα μεγαλύτερο κύκλο (οπαδοί των Masshysteri και πλέον Hurula, ονόματα που κάνουν θραύση εκεί πάνω), αυτόν που του αρέσει η αμεσότητα στα τραγούδια και να γίνονται hits σε μία ώρα.  Έτσι, μετά το ντεμπούτο που άφησε εντυπώσεις και στα εδάφη μας, βγάζουν το δεύτερό τους και περνάμε ακόμα καλύτερα.

Ο δίσκος είναι αυτό που λέμε ευθύς. Κυλάει νεράκι, δεν καταλαβαίνει από κοιλιές και ας έχει δώδεκα τραγούδια. Να αναλογίστουμε ότι τουλάχιστον τα εννιά από αυτά μπορούμε να τα αποκαλέσουμε χιτάκια, κάτι που φαίνεται από το “Cold Eyes”. Ξέρουν να γράφουν για να σε μπάσουν μέσα στο χορό τους. Κοφτά riff-άκια, στακάτοι ρυθμοί και χορτάτα ρεφρέν για να τα λαλάς. Το αξιοσημείωτο είναι ότι έχουν μελωδίες στις κιθάρες, οι οποίες νομίζεις ότι είναι γραμμένες από τη Σουηδία για τη Σουηδία. Για να εξηγηθώ, αν βάλεις στη σειρά In Solitude, Pig Eyes, Tribulation, Terrible Feelings, Dissection και ακούσεις τις μελωδίες τους, άσχετα από το τι παίζει η κάθε μπάντα, θα δεις ότι είναι κοινές ή ότι έχουν κοινό παρανομαστή. Και το όμορφο στην υπόθεση είναι ότι αυτές σου κάνουν τη πρώτη αίσθηση στα τραγούδια. Άρα ένα θετικό στοιχείο, ώστε ο δίσκος να ανέβει ψηλά.

Επίσης, είναι ακόμα μια μπάντα με γυναικεία φωνητικά, αλλά όταν αυτά σε καλύπτουν πλήρως σε αυτό που ακούς, αδιαφορείς για τα στατιστικά δεδομένα. Δεν έχουν το νεύρο των Dead Sara, για παράδειγμα, αλλά είναι εξίσου ελκυστικοί και απολαυστικοί. Μπορεί, βέβαια, να μη κερδίσουν ποτέ τις τις ψυχές όλων εκείνων που απολαμβάνουν τραγούδια παιγμένα πίσω από μάσκες και διαφήμιση, αλλά όσο μου αρέσουν εμένα, άλλο τόσο θα βλέπω και μέλλον στους δίσκους με φρεσκάδα και ενέργεια. Σαν κάθε νέο καλοκαίρι.