Συνήθως υπάρχει μια προσωπική γκρίνια στο πως να χωρέσουμε 10 ή 11 αγαπημένους δίσκους για τη χρονιά που τελειώνει και ν’ αφήσουμε κάποιους άλλους εκτός. Δεν υφίσταται κανένα απολύτως πρόβλημα – μια γκρίνια για το τίποτα. Αυτοί οι επιλεγμένοι δίσκοι είναι εκλεκτοί, πλήρεις, ικανοί να προσφέρουν, και το κάνουν με άφθονη μουσική για μέρες, μήνες, χρόνια… οπότε τίποτα το ανεκπλήρωτο. Τα πάντα παρατίθενται με αλφαβητική σειρά – ουδείς καλύτερος του προηγηθέντος ή του επομένου.
Anna Von Hausswolff – “Dead Magic”
Η “μικρή” Αννούλα του Βορρά έχει κάτι που το καταφέρνουν λίγοι. Όταν παίζει κάποιο τραγούδι της live σε χώρο που αισθάνεται άνετα, το ανεβάζει επίπεδα σε σχέση με τη studio εκτέλεση, αυτοσχεδιάζει χωρίς ν’ αφαιρεί δευτερόλεπτα αξίας και κάνει μια πανδαισία. Όσο για τον δίσκο, η Σουηδέζα συνεχίζει να δημιουργεί τη δική της ηλεκτρισμένη, παθιασμένη και “αγγελική” ατμόσφαιρα με τους όποιους προοδευτισμούς θέλει η ίδια να εισάγει χωρίς να τη χαρακτηρίζουν και να την επισκιάζουν. Και αυτή η φωνή της, τίποτα άλλο.
Audrey Horne – “Blackout”
Νορβηγοί, hard rockers που κάνουν μουσικό πάρτι με την πάρτη τους και μόνο. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα, φτιάχνουν ρεφρέν που αναζητούνται πλέον επιτηδευμένα να γράφονται για να γράφονται κι έχουν κιθάρες που συνεχίζουν να σολάρουν ακόμα κι αν έχει δύσει ο ήλιος. Μπάντα και δίσκος για live με λίγους και καλούς – οικογενειακές καταστάσεις. Οποιαδήποτε συσχέτιση με το “Blackout” των Scorpions να τίθεται μόνο μέσα στα πλαίσια της μουσικής εκπαίδευσης.
CHVRCHES – “Love Is Dead”
Σουηδοί που παίζουν synth pop, όχι κατά πρωτοποριακό τρόπο, αλλά με ουσία. Καλύτερο από το προηγούμενο που ήταν και λίγο πιο δύσκολο προς “κατανάλωση” και γεμάτο από τραγούδια που μπορείς να πεις ότι αφήνεις το ένα για να πιάσεις το άλλο. Εξαιρούνται δύο που απλά δεν προσφέρουν κάτι, είναι ολίγον τι εκτός κλίματος.
Emma Ruth Rundle – “On Dark Horses”
Σκοτεινή, ποιητική, γαλήνια, κοντά στη διδάσκουσα μούσα της Chelsea Wolfe. Ένας ιδανικός indie δίσκος για τις πρώτες πρωινές και τις τελευταίες βραδινές ώρες της ημέρας – μια υπέροχη συντροφιά και το καταλαβαίνεις καθώς η φωνή της και όλη η μουσική που τη συνοδεύει γίνονται ένα. Το τοπίο του παγωμένου βουνού και του πυκνού δάσους που δεν έχει να κάνει με το folk, ανθίζουν μέσα από το δίσκο.
Ihsahn – “Amr”
Ο άνθρωπος, από τους λίγους της Νορβηγικής σκηνής, μ’ ένα ανοιχτό μυαλό που δε διστάζει να κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει. Δεν αρνείται τον εαυτό του, δεν απορρίπτει το παρελθόν του, αλλά ως είναι εξελίσσεται έστω και αργά, με τον τρόπο του. Ως προοδευτικός μουσικός συνδυάζει εξαιρετικά το black metal με το prog και την pop αισθητική και το αποτέλεσμα, ενώ φαντάζει περίεργο, είναι άκρως δελεαστικό. Αρκεί πάντα να μπορείς ν’ αντέχεις τη φωνή του.
Mother Turtle – “Zea Mice”
Όταν ζεις από κοντά κάποιους μουσικούς, τους βλέπεις, τους μαθαίνεις, τους γνωρίζεις ως ανθρώπους και τάσσεσαι υπέρ της πρώτης μουσικής γραμμής που τραβάνε, θες να μάθεις και το παραπέρα. Όχι να έχεις την προσδοκία για κάτι συγκεκριμένο, αλλά να εμπιστεύεσαι το έργο τους, τον τρόπο τους, τη μουσική τους. Και οι Mother Turtle είναι τέτοιοι μουσικοί για μένα και το “Zea Mice” είναι απ’ όλα (και tech rock και prog rock και φόρος τιμής στους Camel) κι έχει μέσα αυτό το “Nostos”. Τραγούδι που φαίνεται να ξεπηδάει ως ενός σημείου από την τεχνική ιδέα του “Μαύρη Θάλασσα” του Σαββόπουλου ή και όχι, αλλά είναι μικρής σημασίας οι σκέψεις. Είναι δύναμη.
Nalyssa Green – “Μπλουμ”
Ο πιο ερωτικός, ο πιο ακατηγόρητος, ο πιο τετραποχιακός δίσκος που άκουσα φέτος. Δεν είχα ιδέα για την ύπαρξη της συγκεκριμένης μουσικού, αλλά για όλα υπάρχει η πρώτη φορά. Ο δίσκος είναι τόσο γευστικός και avant μουσικά όσο το βατομουρέ χρώμα του βινυλίου. Μια πολύ γλυκιά κι αιθέρια φωνή που αποδίδει ένα προσωπικό και βιωματικό περιεχόμενο και το κάνει απλά υπέροχα. Το ξεχείλισμά του από indie ή dream pop σταγόνες διακόπτεται στο “Τα Μαλλιά Της” – ένα τραγούδι μικρόκοσμος από μόνο του. End of story.
Poem – “Unique”
Παθιασμένοι, εργάτες κατά δημιουργίαν και όχι κατά δουλείαν του τύπου “το κάνουμε για να ζούμε και γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο”. Τεχνίτες στην κάθε λεπτομέρεια των τραγουδιών τους, ξέρουν πότε να βάλουν μελωδία, πότε να πετάξουν κομψοτεχνικά riffs μ’ ένα πολύ δυνατό rhythm section και σε παράλληλη στιγμή που το prog τους επαναφέρει το ρομαντισμό των Opeth από το παρελθόν των Σουηδών. Και φυσικά, η φωνή του Προκοπίου που τυλίγει τα πάντα με τη ζεστασιά της.
Primordial – “Exile amongst the Ruins”
Επικοί από τα γεννητούρια τους, ανήσυχα πνεύματα που δε σταμάτησαν να προσφέρουν ούτε και το απειροελάχιστο καλό που διαθέτουν. Και μπορεί να “γλύκαναν” κάπως με τα χρόνια, αλλά οι ροζιασμένες Ιρλανδικές τους καρδιές δε νοούν να σιγήσουν. Συνεχίζουν ακάθεκτα να γράφουν τραγούδια με την ανθεμικότητα που τους διακρίνει. Κι αν θελήσουν να αστράψουν λίγο από τη black ρίζα τους θα το κάνουν. Κι αν θελήσουν να πατήσουν και σε άλλη σκηνή, δε θα δειλιάσουν και θα το κάνουν και αυτό με το δικό τους τρόπο – έτσι γεννήθηκε και το “To Hell or the Hangman”, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια με post punk attitude που δεν γράφτηκε από μπάντα του είδους.
Sacral Rage – “Beyond Celestial Echoes”
Εδώ είμαστε, εδώ δαπανηθήκαμε για χρόνια, εδώ υπάρχει το κομμάτι του οπαδού εαυτού μας που δε θα σβήσει ακόμα. Το πιο άριστο, άρτιο, ανιδιοτελές και τέλειο τεχνικό δημιούργημα της χρονιάς. Όταν θα ζητάει κάποιος για τον tech metal δίσκο της δεκαετίας, του ρίχνεις στα χέρια του αυτό εδώ και δε μιλάς. Τι να πεις… για την παραγωγή; Άψογη. Για τα τραγούδια; Άψογα. Για τους μουσικούς; Παικτρόνια. Έχουν τον έλεγχο, αλλά δεν αντιστέκονται. Ο δίσκος είναι ένα σπίρτο ενός ήχου που ξεθώριασε στο χρόνο πάνω σ’ ένα μύθο που χτίστηκε κι ελάχιστοι έμειναν να προσπαθούν. Σπίρτο φλεγόμενο. RUSH!
Yob – “Our Raw Heart”
Στο μεθόριο ζωής και θανάτου, εκεί που μόνο το έσωπτρον του ανθρώπου βλέπει καθαρά και δείχνει τι θέλει, φανερώνεται η θέληση για λίγη ακόμη δημιουργία, λίγη ακόμη ζωή. Ο Mike Scheidt ζει αυτό ακριβώς που περιγράφηκε προηγουμένως και η καρδιά του γεννά το “Our Raw Heart”. Η αβυσσαλέα του ατμόσφαιρα, το παλμογραφικό και μονότονο riff του “The Screen” που αναδύει τον κοιμόμενο χτύπο της καρδιάς, το ουράνιο “Beauty in Falling Leaves”, όπως και το μελωδικό ομότιτλο φινάλε αποτελούν έναν κορμό ενός δίσκου που στο παρόν είναι τα πάντα για έναν άνθρωπο που θα έσβηνε, για μια μπάντα που θα έπαυε να υπάρχει και για καθέναν που έβαλε το χέρι του για να τον αγγίξει – να αισθανθεί του χτύπους του. Άτλας.